- ηπατημένως
- ἠπατημένως (Α)επίρρ. εσφαλμένως, λαθεμένα.[ΕΤΥΜΟΛ. < Μτχ. μεσοπαθ. παρακμ. ηπατημένος τού ρ. απατώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἠπατημένως — ἀπατάω cheat perf part mp masc acc pl (attic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)